- μυροβαφής
- μυροβαφής, -ές (Α)αυτός που έχει εμβαπτισθεί σε αρωματώδες έλαιο, σε μύρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. χρυσο-βαφής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυροβαφία — μυροβαφία, ἡ (Α) [μυροβαφής] εμβάπτιση σε άρωμα, σε μύρο … Dictionary of Greek
μύρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται βορειοανατολικά και κοντά στην Κυπαρισσία. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπαρισσίας, * * * το (ΑΜ μύρον) κομμεορητίνη με ευχάριστο άρωμα η… … Dictionary of Greek